Ἀκράτω

Ἀκράτω
Ἄκρατος
masc nom/voc/acc dual
Ἄκρατος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρατώ — ἀκρατῶ ( έω) (Α) [ἀκρατής] είμαι ακρατής, δεν συγκρατώ τον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

  • ἀκράτω — ἀκρά̱τω , ἄκρατος unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκρά̱τω , ἄκρατος unmixed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκράτῳ — Ἄκρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτῳ — ἀκρά̱τῳ , ἄκρατος unmixed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκράτωι — Ἀκράτῳ , Ἄκρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POTUS — ut et cibus, apud Priscos, moderatus erat et necessitati attemperatus, postea in luxum vertit. Ita autem ea de re, Hier, Mercurialis, Variar. lect. l. 1. c. 22. Varis, inquit. mensuris antiquos potâsse, non me later: sed et eis tres potissimum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακαρτώ — ἀκαρτῶ ( έω) (Α) ακρατώ* …   Dictionary of Greek

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”